απολαυστικός

απολαυστικός
-ή, -ό (AM ἀπολαυστικός, -ή, -όν)
πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος
αρχ.
ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπολαυστικός — devoted to enjoyment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολαυστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δίνει απόλαυση, τερπνός, διασκεδαστικός: Η συντροφιά του ήταν πολύ απολαυστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολαυστικά — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc pl ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc/acc dual ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικῶν — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem gen pl ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικόν — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc acc sg ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικαί — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικοῖς — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικοί — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικοῦ — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικούς — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”